- επωμίζομαι
- επωμίζομαι, επωμίστηκα βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επωμίζομαι — (AM ἐπωμίζομαι) [επωμίς] νεοελλ. αναλαμβάνω το βάρος τής ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.) αρχ. μσν. φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῡ πελάγους», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
επωμίζομαι — επωμίστηκα, επωμισμένος, μτβ. 1. βάζω στον έναν ή και στους δύο ώμους μου, φορτώνομαι. 2. μτφ., αναλαμβάνω την ευθύνη να πράξω κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπωμισάμενον — ἐπωμίζομαι put on one s shoulder aor part mp masc acc sg ἐπωμίζομαι put on one s shoulder aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμιζόμενος — ἐπωμίζομαι put on one s shoulder pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμισάμενοι — ἐπωμίζομαι put on one s shoulder aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμισάμενος — ἐπωμίζομαι put on one s shoulder aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμισάμην — ἐπωμίζομαι put on one s shoulder aor ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμίσατο — ἐπωμίζομαι put on one s shoulder aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek